- αἰτεῖ
- αἰτέωaskpres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)αἰτέωaskpres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αἴτει — αἰτέω ask pres imperat act 2nd sg (attic epic) αἰτέω ask imperf ind act 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
РАБСТВО — • Δου̃λος, δουλοσύνή, Состояние личной неволи у греков было разнообразно как по своим причинам, так и по своим проявлениям. Так, мы встречаем во многих греческих государствах состояние неволи, соответствовавшее по своим проявлениям и… … Реальный словарь классических древностей
Наннак — или Аннак (др. греч. Νάννακος/Άννακός) легендарный царь Фригии, правивший до Девкалиона. Наннак, живший у Таврских гор в самом восточном фригийском городе Куванна, позднее названном греками Иконион, предвидел Девкалионов потоп, поэтому… … Википедия
въпросити — ВЪПРО|СИТИ (255), ШОУ, СИТЬ гл. 1. Спросить кого л., что л., расспросить: Въпроси ѥго пакы иосифъ || како подобаѥть постити сѩ Изб 1076, 240–240 об.; и въпроси ˫а отъкѹдѹ сѹть и камо идѹть. ЖФП XII, 28в; въпросивъ чсо ɤ||бо бѣ въчерашн˫аго д҃не… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αιτήσιος — αἰτήσιος, ο (Μ) [αἴτησις] αυτός που αιτεί, που ζητάει κάτι … Dictionary of Greek
λοίσθιος — α, ο (Α λοίσθιος, ία, ον, θηλ. και ος) έσχατος, τελευταίος, ύστατος («τὰ λοίσθι αἰτεῑ τοῡ βίου», Σοφ.) νεοελλ. φρ. «πνέει τα λοίσθια» βρίσκεται στα τελευταία του, εκπνέει, ψυχορραγεί αρχ. (το ουδ. έναρθρο ή άναρθρο ως επίρρ.) (τὸ) λοίσθιον στο… … Dictionary of Greek
ξένος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821, κυριότεροι από τους οποίους ήταν οι εξής: 1. Εμμανουήλ. Λόγιος και αγωνιστής του ‘21 από την Πάτμο. Ανήκε στη μεγάλη οικογένεια των Ξ., από την οποία προερχόταν και ο μεγαλέμπορος της Οδησσού Βασίλειος, στο πλευρό του… … Dictionary of Greek
περιθέω — ΜΑ περιβάλλω κάτι (α. «τάφρος περιθέει», Ομ. Οδ. β. «περὶ δὲ χρύσεος θέε πόρκης» περιέβαλλε χρυσό δακτυλίδι, Ομ. Ιλ. γ. «ὕδωρ περιθέον τὴν γῆν», Ευστ.) αρχ. 1. κινούμαι σε όλη την έκταση («περιθέοντες την Ἰταλίαν», Πλούτ.) 2. περιτρέχω, κινούμαι… … Dictionary of Greek
πρόσφαγμα — άγματος, τὸ, Α [προσφάζω] 1. σφάγιο που θυσιάζεται για χάρη άλλων («αἰτεῑ... Πολυξένην τύμβῳ φίλον πρόσφαγμα λαβεῑν», Ευρ.) 2. αίμα από σφάγιο («καί νιν εὑρήσειν δοκῶ πίνοντα τύμβου πλησίον προσφαγμάτων», Ευρ.) 3. το να θυσιάζει κανείς σε θεό, η… … Dictionary of Greek
χοαίος — αία, ον, Α αυτός που έχει περιεκτικότητα ενός χου («αἰτεῑ σκύφον χοαῑον, καὶ πλήσας οἴνου...», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χόος / χοῦς + κατάλ. αῖος*] … Dictionary of Greek